προθυρίδιος

προθυρίδιος
-ία, -ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται μπροστά από τη θυρίδα
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ προθυριδία
προσωνυμία τής Αρτέμιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + θυρίς, -ίδος + επίθημα -ιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”